- χειροτεχνείο(ν)
- το мастерская, ателье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χειροτεχνείο — το, Ν το εργαστήριο τού χειροτέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειροτέχνης + κατάλ. είο (πρβλ. ιατρ είο). Η λ., στον λόγιο τ. χειροτεχνεῖον, μαρτυρείται από το 1854 στον Νικ. Κατραμή] … Dictionary of Greek
χειροτεχνείο — το το εργαστήριο του χειροτέχνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)